- ψιθυρίζει
- ψιθυρίζωwhisperpres ind mp 2nd sgψιθυρίζωwhisperpres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μουρμούρης — α, ικο [μουρμούρα] (ως επίθ. και ως ουσ.) α) αυτός που μουρμουρίζει, που ψιθυρίζει κάτι συγκεχυμένα και σιγά β) μεμψίμοιρος, γκρινιάρης … Dictionary of Greek
στηθολαλιά — η, Ν ιατρ. 1. φαινόμενο που παρατηρείται κατά την ακρόαση τού θώρακα και συνίσταται στο ότι η φωνή και ο βήχας τού αρρώστου φαίνονται να βγαίνουν απευθείας από το στήθος, κυρίως σε περιπτώσεις ύπαρξης μεγάλων κοιλοτήτων στον πνεύμονα 2. φρ.… … Dictionary of Greek
ψίθυρος — ο / ψίθυρος, ον, ΝΑ νεοελλ. 1. σιγανή, συγκεχυμένη ομιλία, μουρμούρισμα 2. κάθε είδους σιγανού και μονότονου θορύβου («ο ψίθυρος τών φύλλων») 3. ζωολ. γένος υμενόπτερων εντόμων αρχ. 1. αυτός που ψιθυρίζει 2. (για μουσ.) αυτός που ηχεί ήρεμα,… … Dictionary of Greek
ψιθυριστής — ὁ, Α [ψιθυρίζω] 1. (συν. ως προσωνυμία τού Ερμού και τού Έρωτος) αυτός που ψιθυρίζει 2. υβριστής, συκοφάντης («μεστοὺς φθόνου, ἔριδος, δόλου, ψιθυριστάς, καταλάλους», ΚΔ) … Dictionary of Greek
Κορολένκο, Βλαντιμίρ Γκαλακτιόνοβιτς — (Vladimir Galaktionovich Korolenko, Ζιτομίρ 1853 – Πολτάβα 1921). Ρώσος συγγραφέας. Φοίτησε στα πανεπιστήμια της Αγίας Πετρούπολης και της Μόσχας, απ’ όπου αποβλήθηκε και αργότερα συνελήφθη για τις φιλελεύθερες ιδέες του (1879) και εξορίστηκε στη … Dictionary of Greek
Νίγηρ — Κράτος της δυτικής Αφρικής. Συνορεύει Β με την Aλγερία και με τη Λιβύη, Δ με το Mάλι και με την Mπουρκίνα Φάσο, Ν με το Μπενίν και με τη Νιγηρία, Α με το Tσαντ.Tυπικό παράδειγμα χώρας που έχει δημιουργηθεί τεχνητά από τον αποικιακό διαμελισμό, η… … Dictionary of Greek
ψιθύρισμα — το, ατος το να ψιθυρίζει κάποιος, ο ψίθυρος, το μουρμούρισμα: Οι καθηγητές ενοχλούνται και με το παραμικρό ψιθύρισμα μέσα στην τάξη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)